- ανθοβόλος
- -α, -ο (Α ἀνθοβόλος καί ἀνθόβολος, -ον)νεοελλ.αυτός από τον οποίο βγαίνουν άνθη, αυτός που ανθίζειαρχ.1. στολισμένος με λουλούδια2. αυτός που ρίχνει τα λουλούδια του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθόβολον — ἀνθόβολος garlanded with flowers masc/fem acc sg ἀνθόβολος garlanded with flowers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)